ανασφάλιστος

ανασφάλιστος
η , ο [ος , ον ]
1) необеспеченный, негарантированный; 2) незастрахованный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "ανασφάλιστος" в других словарях:

  • ανασφάλιστος — η ο 1. αυτός που δεν έχει εξασφάλιση, δεν του έχει δοθεί εγγύηση 2. ο επισφαλής, ο εκτεθειμένος στους κινδύνους 3. αυτός που δεν έχει ασφαλιστεί σε ασφαλιστικόν οργανισμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + ασφάλιση. Η λ. μαρτυρείται από το 1838 στον… …   Dictionary of Greek

  • ανασφάλιστος — η, ο επίρρ. α αυτός που δεν είναι ασφαλισμένος σε ασφαλιστικό ίδρυμα ή ασφαλιστική εταιρεία: Είχαν το σπίτι ανασφάλιστο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ασφάλιστος — και ασφάλιχτος, η, ο 1. ανοιχτός, ξεκλείδωτος 2. που δεν έχει ασφαλιστεί, ανασφάλιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + σφαλίζω, με την πρώτη σημασία και ασφάλιστος < ασφαλίζω με τη δεύτερη σημασία, όπου η άρνηση προήλθε από τον αναβιβασμό του τόνου] …   Dictionary of Greek

  • ξεκλείδωτος — η, ο 1. αυτός που δεν κλείστηκε με κλειδί, ανασφάλιστος: Το σπίτι το αφήσαμε ξεκλείδωτο. 2. αυτός που έχει παράλυση στις κλειδώσεις: Περπατά ξεκλείδωτος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»